κόβαλος

κόβαλος
κόβαλος, ὁ (Α)
1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας
2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.)
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι
κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι καὶ Μόθων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως που έφθασε στην Αττική μέσω κάποιας δωρικής διαλέκτου, πιθ. τής Κορινθιακής. Το παρ. κοβαλεύω «μεταφέρω» καθώς και η μειωτική χροιά τού όρου αποτελούν ένδειξη ότι η λ. διέθετε και κάποια σημ. όπως «βαστάζος, χαμάλης» (πρβλ. και τη μειωτική χροιά τής σημ. τών λέξεων αυτών σήμερα). Κατ' άλλη άποψη, η σημ. τού «μεταφορέα» προήλθε από τη μεταφορά λείας, κλοπιμαίων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόβαλος — κόβᾱλος , κόβαλος impudent rogue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

  • Gobelin (folklore) — Pour les articles homonymes, voir Gobelin. Un kobold Le gobelin est une créature légendaire, anthropomorphe et de petite taille issue du folklore médiéval europée …   Wikipédia en Français

  • Kobold (2), der — 2. Der Kobold, des es, plur. die e. 1) Ein Possenreißer; eine im Hochdeutschen veraltete Bedeutung, in welcher Covalus im mittlern Lat. vorkommt. Covalus qui lusu assimulatio fallit, vel parasitus, vel blatero, hallucinatorque vel praedo, vel… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • κοβαλεύω — (Α) μεταφέρω, κουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος*. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. τού κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ] …   Dictionary of Greek

  • κοβαλικός — κοβαλικός, ή, όν (Α) [κόβαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόβαλο …   Dictionary of Greek

  • κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • κόβαλον — κόβαλον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κόβαλα απάτες, δόλοι («ἄλλα γ ἐστί μου κόβαλα παιδὸς ὄντος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • φόρταξ — ακος, ὁ, ΜΑ μσν. φορτικός, ενοχλητικός αρχ. 1. αχθοφόρος 2. φορτηγό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. δόν αξ). Η αρχική σημ. τής λ. «αχθοφόρος» εξελίχθηκε «επί κακώ» για να δηλώσει τον ενοχλητικό, πιθ. εξαιτίας τής κακής φήμης …   Dictionary of Greek

  • κοβάλους — κοβά̱λους , κόβαλος impudent rogue masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”